γασμούλος

γασμούλος
και βασμούλος, ο (Μ γασμοῡλος και βασμοῡλος)
ο γεννημένος από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Φράγκο
μσν.
πληθ. γασμοῡλοι, οἱ
το γασμουλικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gas (=garcon «αγόρι») + λατ. mulus «ημίονος». Ο τ. βασμούλος προήλθε ίσως από το γασμούλος, με ανομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Газмулы — (также газмули; греч. γασμοῦλος мн.ч. γασμοῦλοι)  потомки смешанных греко итальянских или греко франкских семей времён франкократии. В большинстве случаев газмулы представляли собой детей, часто незаконнорожденных, появившихся на свет в… …   Википедия

  • Χρονικόν του Μορέως — Έμμετρη αφήγηση της κατάκτησης και κατοχής του Μοριά από τους Φράγκους. Το X. καλύπτει κυρίως την περίοδο 1204 92 και παρουσιάζει τα γεγονότα από τη σκοπιά των Φράγκων κατακτητών. Για τον λόγο αυτό διατυπώθηκε η βάσιμη υπόθεση ότι ο ανώνυμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”